λιπόδερμος

λιπόδερμος
λιπόδερμος
without a skin
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιπόδερμος — λιπόδερμος, ον (AM) αυτός που δεν έχει δέρμα, ο χωρίς επιδερμίδα αρχ. αυτός που έχει υποστεί περιτομή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + δερμος (< δέρμα), πρβλ. λεπτό δερμος, παχύ δερμος] …   Dictionary of Greek

  • λιπόδερμον — λιπόδερμος without a skin masc/fem acc sg λιπόδερμος without a skin neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιποδέρμους — λιπόδερμος without a skin masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόδερμα — λιπόδερμος without a skin neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπόδερμοι — λιπόδερμος without a skin masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • APELLA — idem esie quod verpum sive recutitum, ac dici quasi sine pelle, eriam magnus Turnebus censet l. 24. c. 9. et l. 29. c. 21. Imo in veteri quoque glossario legas Apella, λιπόδερμος. Im posuit autem iis Horatii locus l. 1. Sat. s. v. 100. Credat… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • λέπανος — ή λέπανθος (Α) (κατά τον Ησύχ.) (στους Ταραντίνους) «λιπόδερμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. παράγεται πιθ. από το λέπω*] …   Dictionary of Greek

  • λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… …   Dictionary of Greek

  • λιποδερμώ — λιποδερμῶ, έω (Μ) [λιπόδερμος] είμαι χωρίς δέρμα, χωρίς επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”